- δυστυχεστάτω
- δυστυχήςunluckymasc/neut nom/voc/acc superl dualδυστυχήςunluckymasc/neut gen superl sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυστυχεστάτῳ — δυστυχής unlucky masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστυχεστάτωι — δυστυχεστάτῳ , δυστυχής unlucky masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… … Dictionary of Greek